εκπληκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπληκτικός < αρχαία ελληνική ἐκπληκτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εκπληκτικός
- που προκαλεί έκπληξη, που ξαφνιάζει
- αυτό το εκπληκτικό φαινόμενο παρατηρείται όταν...
- ωραίος, θαυμάσιος
- άνοιξε τη συναυλία της με ένα εκπληκτικό κομμάτι...
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που προκαλεί έκπληξη