κριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κριτικός | οι | κριτικοί |
γενική | του | κριτικού | των | κριτικών |
αιτιατική | τον | κριτικό | τους | κριτικούς |
κλητική | κριτικέ | κριτικοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κριτικός < αρχαία ελληνική κριτικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική critique)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾi.tiˈkos/
- ομόηχα: κρητικός, Κρητικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κριτικός -ή -ό
- που γίνεται με σκοπό την κρίση, την αξιολόγηση
- κριτικό κείμενο
- που έχει την ικανότητα να κρίνει, να αξιολογεί
- κριτική ικανότητα, κριτική στάση
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κριτικός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)