κριτικών
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κριτικών
- (αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο) γενική πληθυντικού του κριτικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κριτικών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του κριτική