ring

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ring rings

ring (en)

  1. δαχτυλίδι
  2. χτύπημα, κουδούνισμα
  3. συμμορία
  4. (μαθηματικά) δακτύλιος
  5. (ΗΒ) το μάτι εστίας, το μάτι της κουζίνας
    Put the pot on the large ring.
    Βάλε τη χύτρα πάνω στο μεγάλο μάτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη burner (ΗΠΑ)

Ρήμα 1[επεξεργασία]

ενεστώτας ring
γ΄ ενικό ενεστώτα rings
αόριστος rang
παθητική μετοχή rung
ενεργητική μετοχή ringing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

ring (en)

Ρήμα 2[επεξεργασία]

ενεστώτας ring
γ΄ ενικό ενεστώτα rings
αόριστος ringed
παθητική μετοχή ringed
ενεργητική μετοχή ringing

ring (en)


Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ring (af)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ring rings

ring (fr) αρσενικό



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ring (no)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ring (nl)

Συνώνυμα[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ring < αγγλική ring

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ring (pl) αρσενικό

  1. (αθλητισμός) το ρινγκ, η παλαίστρα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ring (sv)