olho
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
olho | olhos |
olho (pt) αρσενικό
- το μάτι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
olho | olhos |
olho (pt) αρσενικό