πρόσφατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόσφατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσφατος (νωπός, πρόσφατα σκοτωμένος πρόσφατος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈsfa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σφα‐τος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρόσ‐φα‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
πρόσφατος, -η, -ο
- που έχει μόλις συμβεί ή δημιουργηθεί
- που αναφέρεται στο κοντινό παρελθόν
- οι πρόσφατες ανακαλύψεις της επιστήμης
- ≈ συνώνυμα: φρέσκος, τελευταίος
- ≠ αντώνυμα: προηγούμενος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόσφατος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ πρόσφατος | τὸ πρόσφατον | οἱ, αἱ πρόσφατοι | τὰ πρόσφατα |
Γενική | τοῦ, τῆς προσφάτου | τοῦ προσφάτου | τῶν προσφάτων | τῶν προσφάτων |
Δοτική | τῷ, τῇ προσφάτῳ | τῷ προσφάτῳ | τοῖς, ταῖς προσφάτοις | τοῖς προσφάτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν πρόσφατον | τὸ πρόσφατον | τοὺς, τὰς προσφάτους | τὰ πρόσφατα |
Κλητική | πρόσφατε | πρόσφατον | πρόσφατοι | πρόσφατα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | προσφάτω | |||
Γενική-Δοτική | προσφάτοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πρόσφᾰτος, -ος, -ον
- πρόσφατα σκοτωμένος
- (γενικότερα) φρέσκος, νωπός
- (για γεγονότα) πρόσφατος
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πρόσφατος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσφατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρόσ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρόσ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)