πρόσφατα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόσφατα < πρόσφατος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

πρόσφατα

  • στο κοντινό παρελθόν
    να σου πω για μια ταινία που είδα πρόσφατα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πρόσφατα