ωχρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωχρός < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ὠχρός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pâle[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ωχρός, -ή/-ά, ό
- που έχει το συνήθως κιτρινωπό χρώμα της ώχρας
- (για ανθρώπους) ο χλωμός
- (συνεκδοχικά, μεταφορικά) ο ασαφής, ο αμυδρός, ο άτονος, ο αβέβαιος
- ↪ η ωχρά κηλίδα είναι τμήμα του ματιού, στον αμφιβληστροειδή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωχρός
[επεξεργασία]
- ↑ «ωχρός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «καλός»
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)