ωχρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωχρός | η | ωχρή & ωχρά |
το | ωχρό |
γενική | του | ωχρού | της | ωχρής & ωχράς |
του | ωχρού |
αιτιατική | τον | ωχρό | την | ωχρή & ωχρά |
το | ωχρό |
κλητική | ωχρέ | ωχρή & ωχρά |
ωχρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωχροί | οι | ωχρές | τα | ωχρά |
γενική | των | ωχρών | των | ωχρών | των | ωχρών |
αιτιατική | τους | ωχρούς | τις | ωχρές | τα | ωχρά |
κλητική | ωχροί | ωχρές | ωχρά | |||
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση, συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις. | ||||||
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωχρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠχρός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pâle[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oˈxɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐χρός
Επίθετο
[επεξεργασία]ωχρός, -ή/-ά, ό
- που έχει το συνήθως κιτρινωπό χρώμα της ώχρας
- (για ανθρώπους) ο χλωμός
- (συνεκδοχικά, μεταφορικά) ο ασαφής, ο αμυδρός, ο άτονος, ο αβέβαιος
- ↪ η ωχρά κηλίδα είναι τμήμα του ματιού, στον αμφιβληστροειδή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ωχρός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ωχρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)