χλωμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χλωμός | η | χλωμή | το | χλωμό |
γενική | του | χλωμού | της | χλωμής | του | χλωμού |
αιτιατική | τον | χλωμό | τη | χλωμή | το | χλωμό |
κλητική | χλωμέ | χλωμή | χλωμό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χλωμοί | οι | χλωμές | τα | χλωμά |
γενική | των | χλωμών | των | χλωμών | των | χλωμών |
αιτιατική | τους | χλωμούς | τις | χλωμές | τα | χλωμά |
κλητική | χλωμοί | χλωμές | χλωμά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χλωμός -ή -ό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χλομός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χλωμός
|