χλωρίδιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χλωρίδιο ουδέτερο
- (χημεία): οποιαδήποτε ουσία στο μόριο της οποίας φέρεται άτομο χλωρίου, όπως π.χ. χλωριούχο νάτριο
- χλωρίδιο του βρωμίου, χλωρίδιο του ασβεστίου, χλωρίδιο του χρυσού κ.λπ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χλωρίδιο
|