αλογόνο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλογόνο | τα | αλογόνα |
γενική | του | αλογόνου | των | αλογόνων |
αιτιατική | το | αλογόνο | τα | αλογόνα |
κλητική | αλογόνο | αλογόνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλογόνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική halogène < halo- (αλο- < αρχαία ελληνική ἅλς) + -gène (< αρχαία ελληνική -γόνος).[1] Μορφολογικά, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλογόνος.[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.loˈɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λο‐γό‐νο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλογόνο ουδέτερο
- (χημεία) ομάδα του περιοδικού πίνακα χημικών στοιχείων που αποτελείται από τα πέντε (5) συγγενικά χημικά στοιχεία φθόριο (F), χλώριο (Cl), βρώμιο (Br), ιώδιο (I) και αστάτιο (At) καθώς και το τεχνητό στοιχείο ουνουνσέπτιο (Uus)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
αλογόνο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αλογόνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αλογόνο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αλο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)