Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλογόνο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλογόνο τα αλογόνα
      γενική του αλογόνου των αλογόνων
    αιτιατική το αλογόνο τα αλογόνα
     κλητική αλογόνο αλογόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλογόνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική halogène < halo- (αλο- < αρχαία ελληνική ἅλς) +‎ -gène (< αρχαία ελληνική -γόνος).[1] Μορφολογικά, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλογόνος.[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.loˈɣo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλογόνο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλογόνο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]