πυροσβέστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυροσβέστης < πυρ + -σβέστης (< αρχαία ελληνική σβέννυμι) < γαλλική extincteur de feu
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1833
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.ɾɔ.ˈsvɛ.stis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυροσβέστες μεταφέρουν ένα τραυματία
πυροσβέστης αρσενικό
- μέλος του Πυροσβεστικού Σώματος που έχει επιφορτιστεί με το σβήσιμο πυρκαγιών
- (μεταφορικά) το πρόσωπο που κατευνάζει τα πνεύματα σε φιλονικίες, συγκρούσεις, τσακωμούς κ.λπ.
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυροσβέστης
|
|