pompier
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pompier (fr) αρσενικό
- ο πυροσβέστης
- η πεολειξία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pompier (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του pompier
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un pompier | pompierul | nişte pompieri | pompierii |
γενική | a unui pompier | pompierului | a unor pompieri | pompierilor |
δοτική | unui pompier | pompierului | unor pompieri | pompierilor |
αιτιατική | un pompier | pompierul | nişte pompieri | pompierii |
κλητική | — | - | — | - |