pompier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pompier (fr) αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pompier (ro) αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του pompier
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un pompier | pompierul | nişte pompieri | pompierii |
γενική | a unui pompier | pompierului | a unor pompieri | pompierilor |
δοτική | unui pompier | pompierului | unor pompieri | pompierilor |
αιτιατική | un pompier | pompierul | nişte pompieri | pompierii |
κλητική | — | - | — | - |