firefighter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
firefighter | firefighters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]firefighter (en)
- (επάγγελμα) ο πυροσβέστης ή η πυροσβέστρια
- ↪ The fire was extinguished through the coordinated efforts of the firefighters.
- Με συντονισμένες προσπάθειες των πυροσβεστών σβήστηκε η πυρκαγιά.
- ↪ The fire was extinguished through the coordinated efforts of the firefighters.