fighter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fighter fighters

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fighter < fight + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fighter (en)

  1. το μαχητικό αεροπλάνο, καταδιωκτικό
    Every day Turkish fighter jets noisily fly over Greek tourist islands.
    Κάθε μέρα τουρκικά μαχητικά υπερίπτανται θορυβωδώς πάνω από ελληνικά τουριστικά νησιά.
    fighter jet/plane - μαχητικό καταδιωκτικό
  2. ο μαχητήςμαχήτρια, ο πολεμιστήςπολεμίστρια, ένα άτομο που μάχεται όπως σε μια μάχη ή έναν πόλεμο
    He besieged the city which ten thousand fighters were defending.
    Πολιόρκησε την πόλη, την οποία υπεράσπιζαν δέκα χιλιάδες μαχητές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη combatant
  3. ο μαχητήςμαχήτρια, ο αγωνιστήςαγωνίστρια, ένα άτομο που δεν εγκαταλείπει την ελπίδα του ή δεν παραδέχεται ότι έχει νικηθεί· που αγωνίζεται για την πραγματοποίηση ενός αξιόλογου σκοπού, ιδανικού, ιδεολογίας κτλ.
    a freedom fighter - ένας μαχητής της ελευθερίας

Πηγές[επεξεργασία]