μαχητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαχητικός < αρχαία ελληνική μαχητικός < μαχητής
Επίθετο
[επεξεργασία]μαχητικός
- που έχει σχέση με τον πόλεμο ή τη μάχη
- μαχητικό αεροσκάφος
- που δεν τα βάζει κάτω, που αγωνίζεται για να πετύχει το στόχο του
- μαχητική διαδήλωση