combat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
combat | combats |
combat (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | combat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | combats |
αόριστος | combatted, combated |
παθητική μετοχή | combatted, combated |
ενεργητική μετοχή | combatting, combating |
combat (en)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
combat (fr) αρσενικό