καβγάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καβγάς οι καβγάδες
      γενική του καβγά των καβγάδων
    αιτιατική τον καβγά τους καβγάδες
     κλητική καβγά καβγάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβγάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καβγάς < τουρκική kavga < οθωμανική τουρκική غوغا (ğavğa, kavga) < περσική (ğouğâ, ğavğâ: θόρυβος, φιλονικία) < غو (ğav: κραυγή, φωνασκία)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈvɣas/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καβγάς αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Υποκοριστικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]