quarrel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
quarrel | quarrels |
quarrel (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | quarrel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | quarrels |
αόριστος | quarrelled, quarreled |
παθητική μετοχή | quarrelled, quarreled |
ενεργητική μετοχή | qaurrelling, quarreling |
quarrel (en)