argument

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
argument arguments

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɑːɡ.jə.mənt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈɑːrɡ.jə.mənt/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ar‐gu‐ment

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

argument (en)

  1. το επιχείρημα
    Her argument against veganism did not get a lot of support from her friends.
    Το επιχείρημά της κατά του βιγκανισμού δεν έλαβε πολλή υποστήριξη από τους φίλους της.
     συνώνυμα: reasoning, rationale
  2. η διαφωνία, ο καβγάς
    He had an argument with his brother yesterday and they're not speaking to each other anymore.
    Αυτός, είχε έναν καβγά με τον αδερφό του χθες και δε μιλάνε πια ο ένας στον άλλον.
     συνώνυμα: disagreement, spat, quarrel, squabble, dispute
  3. (μαθηματικά) το όρισμα ή ανεξάρτητη μεταβλητή
    δείτε επίσης: argument of a function στην αγγλική Βικιπαίδεια
  4. (πληροφορική) η πραγματική παράμετρος
    ※  Function arguments are the values received by the function when it is invoked.[1]
    «Οι πραγματικές παράμετροι της συνάρτησης είναι οι (πραγματικές) τιμές που λαμβάνονται από τη συνάρτηση όταν γίνεται η επίκλησή της.»
     συνώνυμα: actual parameter, passed parameter
     αντώνυμα: formal parameter
    δείτε επίσης: parameter (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. (αγγλικά) JavaScript Functions. Πρόσβαση 2021-03-09.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
argument arguments

argument (fr) αρσενικό

  1. το επιχείρημα
  2. (πληροφορική), (μαθηματικά) το όρισμα



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /arˈɡũmɛ̃nt/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

argument (pl) αρσενικό

  1. το επιχείρημα
  2. (πληροφορική), (μαθηματικά) το όρισμα

Συγγενικά[επεξεργασία]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

argument (sv) ουδέτερο

  1. επιχείρημα