βιγκανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιγκανισμός < (άμεσο δάνειο) αγγλική veganism
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.ga.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐γκα‐νι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιγκανισμός αρσενικό
- (γενικότερα) αντίληψη για τη ζωή, σύμφωνα με την οποία πρέπει να αποφεύγεται κάθε είδους σκληρότητα έναντι των ζώων για την απόκτηση τροφής, ρουχισμού ή η εκμετάλλευσή τους από τους ανθρώπους για κάθε ανάλογο σκοπό
- (ειδικότερα, διατροφή) η μη χρήση προϊόντων διατροφής που προέρχονται, εξολοκλήρου ή εν μέρει, από ζώα
- ※ Τα τελευταία χρόνια, το κίνημα του βιγκανισμού βιώνει μια απρόσμενη άνοδο σε παγκόσμιο επίπεδο και μάλιστα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Ο βιγκανισμός διαφέρει από τη χορτοφαγία (που είναι εδώ και χρόνια διαδεδομένη), καθώς ένας vegan τρέφεται αποκλειστικά με φυτικά προϊόντα και δεν κόβει απλά το κρέας, τα πουλερικά και το ψάρι. (tvxs, 25.01.2020)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιγκανισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)