spat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
spat spats

spat (en)

  1. η φιλονικία, η διαμάχη
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη argument
  2. γκέτα σαν κάλυμμα πάνω από παπούτσι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

spat (en)