spit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spit spits

spit (en)

ενεστώτας spit
γ΄ ενικό ενεστώτα spits
αόριστος spat, spit
παθητική μετοχή spat, spit
ενεργητική μετοχή spitting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

spit (en)

  • φτύνω
    Do not spit out the pill. - Μη φτύσεις το χάπι.
ενεστώτας spit
γ΄ ενικό ενεστώτα spits
αόριστος spitted
παθητική μετοχή spitted
ενεργητική μετοχή spitting

spit (en)