spit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα 1[επεξεργασία]
ενεστώτας | spit |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | spits |
αόριστος | spat, spit |
παθητική μετοχή | spat, spit |
ενεργητική μετοχή | spitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
spit (en)
Ρήμα 2[επεξεργασία]
ενεστώτας | spit |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | spits |
αόριστος | spitted |
παθητική μετοχή | spitted |
ενεργητική μετοχή | spitting |
spit (en)
- τρυπάω με αιχμηρό αντικείμενο