φιλονικία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλονικία < αρχαία ελληνική φιλονικία / φιλονικεία < φιλόνικος / φιλόνεικος < φίλος + νεῖκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιλονικία θηλυκό
- η διαμάχη μεταξύ ατόμων, η έντονη διαφωνία, ο διαπληκτισμός, ο καβγάς