disputo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disputo | disputoj |
αιτιατική | disputon | disputojn |
disputo (eo)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- disputo < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
disputo (la) (disputō1, disputāvī, disputātum, disputāre)
- μιλώ για, συζητώ
- πραγματεύομαι
- εκτιμώ, υπολογίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (disputo, disputavi, disputatum, disputare)
|