disputo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

disputo < disput + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική disputo disputoj
αιτιατική disputon disputojn

disputo (eo)


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

disputo < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

disputo (la) (disputō1, disputāvī, disputātum, disputāre)

  1. μιλώ για, συζητώ
  2. πραγματεύομαι
  3. εκτιμώ, υπολογίζω


Κλίση[επεξεργασία]