Μετάβαση στο περιεχόμενο

argue

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας argue
γ΄ ενικό ενεστώτα argues
αόριστος argued
παθητική μετοχή argued
ενεργητική μετοχή arguing

argue (en)

  1. (αμετάβατο) καβγαδίζω, διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, μιλάω θυμωμένα σε κάποιον γιατί διαφωνώ μαζί του
      Not a day went by without them arguing.
    Μια μέρα δεν πέρασε χωρίς να καβγαδίσουν.
      They are arguing instead of reasoning with each other.
    Διαπληκτίζονται αντί να επιχειρηματολογούν.
      Why are they constantly arguing?
    Γιατί φιλονικούν διαρκώς;
      Stop arguing!
    Πάψτε να φιλονικείτε!
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη squabble
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω με επιχειρήματα, ισχυρίζομαι, μιλώ υπέρ ή κατά κάτι, δίνω λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι κάτι είναι σωστό ή λάθος, αλήθεια ή όχι, κτλ., ειδικά για να πείσω τους ανθρώπους ότι έχω δίκιο
      He was arguing in favor of the junta when all the people where fighting against it.
    Επιχειρηματολογούσε υπέρ της χούντας, όταν όλος ο λαός αγωνιζόταν εναντίον της.
      He argues that there must be a separation of the church from the state.
    Υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος.
      He argued that war is a necessary evil.
    Ισχυριζόταν ότι ο πόλεμος είναι αναγκαίο κακό.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη contend

Συγγενικά

[επεξεργασία]