εθελοντής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εθελοντής < αρχαία ελληνική ἐθελοντής, από το ρήμα ἐθέλω.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εθελοντής αρσενικό, εθελόντρια θηλυκό
- κάποιος που προσφέρει τις υπηρεσίες του, συνήθως για κάποιο κοινωφελή σκοπό
- Πολλοί εθελοντές παρουσιάστηκαν για να βοηθήσουν στην καλή λειτουργία των Ολυμπιακών Αγώνων.
- αυτός που παρουσιάζεται στο στρατό για να κάνει θητεία χωρίς να υπάγεται σε αυτή την υποχρέωση