Μετάβαση στο περιεχόμενο

volunteer

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
volunteer volunteers

volunteer (en)

  • ο εθελοντής, η εθελόντρια
    παράδειγμα  Hundreds of volunteers gathered to help with the reforestation.
    Εκατοντάδες εθελοντές συγκεντρώθηκαν για να βοηθήσουν στην αναδάσωση.
ενεστώτας volunteer
γ΄ ενικό ενεστώτα volunteers
αόριστος volunteered
παθητική μετοχή volunteered
ενεργητική μετοχή volunteering

volunteer (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσφέρω, παρουσιάζομαι εθελοντικά
    παράδειγμα  They volunteered to do overtime.
    Προσφέρθηκαν εθελοντικά να κάνουν υπερωρίες.
    παράδειγμα  She volunteered to work in the election campaign.
    Προσφέρθηκε εθελοντικά να δουλέψει στην προεκλογική εκστρατεία.
    παράδειγμα  How many volunteered?
    Πόσοι εθελοντές παρουσιάστηκαν;
  2. (μεταβατικό) προσφέρω, δίνω κάτι αυθόρμητα, από μόνος μου
    παράδειγμα  He volunteered some information (=He voluntarily gave some information.)
    Έδωσε αυθόρμητα μερικές πληροφορίες.

Συγγενικά

[επεξεργασία]