volunteer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
volunteer | volunteers |
volunteer (en)
- ο εθελοντής, η εθελόντρια
Hundreds of volunteers gathered to help with the reforestation.
- Εκατοντάδες εθελοντές συγκεντρώθηκαν για να βοηθήσουν στην αναδάσωση.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | volunteer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | volunteers |
αόριστος | volunteered |
παθητική μετοχή | volunteered |
ενεργητική μετοχή | volunteering |
volunteer (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προσφέρω, παρουσιάζομαι εθελοντικά
They volunteered to do overtime.
- Προσφέρθηκαν εθελοντικά να κάνουν υπερωρίες.
She volunteered to work in the election campaign.
- Προσφέρθηκε εθελοντικά να δουλέψει στην προεκλογική εκστρατεία.
How many volunteered?
- Πόσοι εθελοντές παρουσιάστηκαν;
- (μεταβατικό) προσφέρω, δίνω κάτι αυθόρμητα, από μόνος μου
He volunteered some information (=He voluntarily gave some information.)
- Έδωσε αυθόρμητα μερικές πληροφορίες.