προφυλάκιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προφυλάκιση θηλυκό
- προσωρινή φυλάκιση προσώπου μέχρι την έναρξη εκδίκασης της υπόθεσης για την οποία έχει προσαχθεί