detention
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]detention (en)
- κράτηση, φυλάκιση, περιορισμός
- ※ If you are arrested for an offence which does not allow for your detention, then you must be charged with that offence and brought before a judge of the District Court as soon as possible («Detention after arrest», Citizens Information.ie)
- Αν συλληφθείτε για αδίκημα που δεν επιτρέπει την 'κράτησή σας, τότε πρέπει να σας απαγγείλουν κατηγορίες για αυτό το αδίκημα και να σας οδηγήσουν ενώπιον δικαστή πρωτοδικείου το συντομότερο δυνατόν.
- ※ If you are arrested for an offence which does not allow for your detention, then you must be charged with that offence and brought before a judge of the District Court as soon as possible («Detention after arrest», Citizens Information.ie)
- διακοπή, παύση εργασίας ή διαδικασίας
- ⮡ They reached a deal on detention funding. : έφτασαν σε συμφωνία για τη διακοπή των πιστώσεων