detention

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

detention (en)

  1. κράτηση, φυλάκιση, περιορισμός
    ※  If you are arrested for an offence which does not allow for your detention, then you must be charged with that offence and brought before a judge of the District Court as soon as possible («Detention after arrest», Citizens Information.ie)
    Αν συλληφθείτε για αδίκημα που δεν επιτρέπει την 'κράτησή σας, τότε πρέπει να σας απαγγείλουν κατηγορίες για αυτό το αδίκημα και να σας οδηγήσουν ενώπιον δικαστή πρωτοδικείου το συντομότερο δυνατόν.
  2. διακοπή, παύση εργασίας ή διαδικασίας
    ⮡  They reached a deal on detention funding. : έφτασαν σε συμφωνία για τη διακοπή των πιστώσεων

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]