δικαιοφύλακας
Εμφάνιση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δικαιοφύλακας αρσενικό
- (αξίωμα, εκκλησιαστικός όρος) αξιωματούχος ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την επικύρωση και τη φύλαξη των εκκλησιαστικών εγγράφων
Πηγές
[επεξεργασία]- δικαιοφύλακας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].