stop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

stop < (κληρονομημένο) μέση αγγλική stoppen / stoppien < αγγλοσαξονική stoppian (σταματώ, κλείνω) < πρωτογερμανική *stuppōną (σταματώ, κλείνω) < *stuppijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)tewp- / *(s)tewb- (πιέζω, ωθώ, μπήγω) < *(s)tew- (χτυπώ, προσκρούω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
stop stops

stop (en)

  1. στάση (διακοπή της κίνησης)
  2. στάση (για μέσα μεταφοράς προκειμένου να επιβιβαστούν επιβάτες)
  3. στοπ, μηχανισμός που μπλοκάρει την κίνηση

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας stop
γ΄ ενικό ενεστώτα stops
αόριστος stopped
παθητική μετοχή stopped
ενεργητική μετοχή stopping

stop (en)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αναγραμματισμοί[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. stop (pl) < stapiać
  2. stop (pl) < (άμεσο δάνειο) αγγλική stop

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stop (pl) αρσενικό

  1. (χημεία), (κοινά) το κράμα
  2. το στοπ

Επιφώνημα[επεξεργασία]

stop (pl)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]