stop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- stop < (κληρονομημένο) μέση αγγλική stoppen / stoppien < αγγλοσαξονική stoppian (σταματώ, κλείνω) < πρωτογερμανική *stuppōną (σταματώ, κλείνω) < *stuppijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)tewp- / *(s)tewb- (πιέζω, ωθώ, μπήγω) < *(s)tew- (χτυπώ, προσκρούω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stop | stops |
stop (en)
- στάση (διακοπή της κίνησης)
- στάση (για μέσα μεταφοράς προκειμένου να επιβιβαστούν επιβάτες)
- στοπ, μηχανισμός που μπλοκάρει την κίνηση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | stop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stops |
αόριστος | stopped |
παθητική μετοχή | stopped |
ενεργητική μετοχή | stopping |
stop (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stop (pl) αρσενικό
Επιφώνημα[επεξεργασία]
stop (pl)
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (πολωνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Χημεία (πολωνικά)
- Επιφωνήματα (πολωνικά)