πιέζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιέζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πιέζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈe.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐έ‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πιέζω, αόρ.: πίεσα, παθ.φωνή: πιέζομαι, π.αόρ.: πιέστηκα, μτχ.π.π.: πιεσμένος

  1. ασκώ δύναμη πάνω στην επιφάνεια ενός αντικειμένου
    Πίεσα το κουμπί, αλλά δεν έγινε τίποτα.
     συνώνυμα: βαραίνω, ζουλάω, ζουπίζω, ζουπάω
  2. (μεταφορικά) προσπαθώ να αναγκάσω κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του
    το λόμπι πιέζει την κυβέρνηση
     συνώνυμα: αναγκάζω, εξαναγκάζω
  3. (μεταφορικά) φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση
    Μη με πιέζεις, αισθάνομαι ήδη άσχημα με όλη αυτή την κατάσταση!
     συνώνυμα: θλίβω, στενοχωρώ, στριμώχνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
πιεζ-, πιεσ- 

θέμα με πιεζ-

θέμα με πιεσ-, πιεστ-

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιέζω < παραδοσιακά, συνδέεται με πι- + ... < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pisd- (πιέζω). Κατ' άλλη εκδοχής ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα[επεξεργασία]

πιέζω

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται κεντρικό ετυμολογικό πεδίο)


Πηγές[επεξεργασία]