πιέζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιέζω < αρχαία ελληνική πιέζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pisd- (πιέζω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πιέζω (παθητική φωνή: πιέζομαι)
- ασκώ δύναμη πάνω στην επιφάνεια ενός αντικειμένου
- (μεταφορικά) προσπαθώ να αναγκάσω κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του
- το λόμπι πιέζει την κυβέρνηση
- ≈ συνώνυμα: αναγκάζω, εξαναγκάζω
- (μεταφορικά) φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση
[επεξεργασία]
- πιέζομαι
- πίεση
- πιεζοηλεκτρικός, πιεζοηλεκτρισμός
- πιεζομετρία, πιεζόμετρο
- αποσυμπιέζω
- καταπιέζω
- συμπιέζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιέζω