πιεστήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιεστήριο τα πιεστήρια
      γενική του πιεστηρίου
πιεστήριου
των πιεστηρίων
    αιτιατική το πιεστήριο τα πιεστήρια
     κλητική πιεστήριο πιεστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιεστήριο < ελληνιστική < πιέζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιεστήριο ουδέτερο

  1. το μηχάνημα με το οποίο συμπιέζουμε ένα σώμα
     συνώνυμα: πρέσα
  2. το μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την τύπωση σελίδων
    το πιεστήριο των εφημερίδων έχει εξελιχθεί τόσο πολύ, ώστε να παράγει 3000 εφημερίδες το λεπτό ή το δευτερόλεπτο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • επί του πιεστηρίου: ακριβώς τη στιγμή της τύπωσης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]