Μετάβαση στο περιεχόμενο

μηχάνημα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηχάνημα τα μηχανήματα
      γενική του μηχανήματος των μηχανημάτων
    αιτιατική το μηχάνημα τα μηχανήματα
     κλητική μηχάνημα μηχανήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μηχάνημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηχάνημα < μηχανάω / μηχανῶ < μηχανή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /miˈxa.ni.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μηχάνημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μηχάνημα ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μηχάνημα < μηχανάω / μηχανῶ < μηχανή  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μηχάνημα ουδέτερο

  1. μηχανικό εφεύρημα
  2. πανούργο τέχνασμα (όπως το ένδυμα που χρησιμοποίσε η Κλυταιμνήστρα για να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα)