μηχάνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχάνημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηχάνημα < μηχανάω / μηχανῶ < μηχανή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈxa.ni.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐χά‐νη‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχάνημα ουδέτερο
- μηχανή ή συσκευή για τη διεκπεραίωση μιας εργασίας
[επεξεργασία]
- μηχανηματάκι
- πολυμηχάνημα
- → δείτε τη λέξη μηχανή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχάνημα < μηχανάω / μηχανῶ < μηχανή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχάνημα ουδέτερο
- μηχανικό εφεύρημα
- πανούργο τέχνασμα (όπως το ένδυμα που χρησιμοποίσε η Κλυταιμνήστρα για να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα)
Πηγές[επεξεργασία]
- μηχάνημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μηχάνημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)