πολυμηχάνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυμηχάνημα (νεολογισμός) < πολυ- + μηχάνημα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυμηχάνημα ουδέτερο
- (νεολογισμός, τεχνολογία) μηχάνημα που είναι κατάλληλο για διάφορες εργασίες
- (ειδικότερα) μηχάνημα που είναι εκτυπωτής, σαρωτής, φωτοαντιγραφικό και φαξ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυμηχάνημα
Πηγές
[επεξεργασία]- πολυμηχάνημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)