πολυμηχάνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυμηχάνημα ουδέτερο
- μηχάνημα που είναι κατάλληλο για διάφορες εργασίες
- (ειδικότερα) μηχάνημα που είναι εκτυπωτής, σαρωτής, φωτοαντιγραφικό και φαξ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυμηχάνημα