φωτοαντιγραφικό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωτοαντιγραφικό < φωτοαντιγραφικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωτοαντιγραφικό ουδέτερο
- ουσιαστικοποιημένο επίθετο, από τη φράση «φωτοαντιγραφικό μηχάνημα»
- Χρειαζόμαστε ένα καλό φωτοαντιγραφικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωτοαντιγραφικό