Μετάβαση στο περιεχόμενο

presse

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
presse presses

presse (fr) θηλυκό

  1. ο τύπος
  2. το πιεστήριο
  3. η πρέσα