Μετάβαση στο περιεχόμενο

push

Από Βικιλεξικό
Στη δομή της στοίβας (LIFO) το εισερχόμενο στοιχείο τοποθετείται στην κορυφή της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
push pushes

push (en)

  • η πίεση, η πράξη του πιέζω
    παράδειγμα  With the simple push of a button, the earth may be destroyed.
    Με την απλή πίεση ενός κουμπιού η γη μπορεί να καταστραφεί.
     συνώνυμα: press
ενεστώτας push
γ΄ ενικό ενεστώτα pushes
αόριστος pushed
παθητική μετοχή pushed
ενεργητική μετοχή pushing

push (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σπρώχνω, ασκώ πίεση επάνω σε κάποιον ή σε κάτι πιέζοντάς το(ν) με τα χέρια ή και με ολόκληρο το σώμα για να το(ν) μετακινήσω προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση
    παράδειγμα  He pushed him to get through first.
    Τον έσπρωξε για να περάσει πρώτος.
    παράδειγμα  The officers were violently pushing the protesters towards the side streets.
    Οι αστυνομικοί έσπρωχναν βίαια τους διαδηλωτές προς τις παρόδους.
    παράδειγμα  He was pushing the baby’s stroller.
    Έσπρωχνε το καροτσάκι του μωρού.
    παράδειγμα  The wind was pushing the clouds to the west.
    Ο αέρας έσπρωχνε τα σύννεφα προς τα δυτικά.
    παράδειγμα  Don’t push me!
    Μη με σπρώχνεις!
    παράδειγμα  Stop pushing at the back!
    Μη σπρώχνετε εσείς εκεί πίσω!
    παράδειγμα  Don’t push, everyone will get in!
    Μη σπρώχνεστε, όλοι θα μπείτε!
    παράδειγμα  She pushed the door open.
    Άνοιξε την πόρτα σπρώχνοντάς την.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω κάποιον ή κάτι σπρώχνοντας, ανοίγω δρόμο σπρώχνοντας
    παράδειγμα  He pushed past me. (=He passed by me pushing).
    Πέρασε πλάι μου σπρώχνοντας./Με έσπρωξε και προσπέρασε.
    παράδειγμα  We pushed our way through the crowd.
    Ανοίξαμε δρόμο σπρώχνοντας μέσα από το πλήθος.
    παράδειγμα  She managed to push her way through the crowd.
    Σπρώχνοντας κατάφερε να ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος.
  3. (μεταβατικό) πιέζω, πατάω, ασκώ μια δύναμη επάνω σε κάτι για να δουλεύει
    παράδειγμα  Push the button.
    Πίεσε το κουμπί.
    παράδειγμα  If you push it lightly, it goes in.
    Αν το πιέσεις ελαφρά, υποχωρεί.
    παράδειγμα  She was pushing the keys on the keyboard.
    Πατούσε τα πλήκτρα του πληκτρολογίου.
    παράδειγμα  Push the gas!
    Πάτησε το γκάζι!
     συνώνυμα: press
  4. (μεταβατικό) οδηγώ, ανεβάζω, κατεβάζω, επηρεάζω κάτι για να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ή κατάσταση
    παράδειγμα  This development could push the country into recession.
    Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε ύφεση.
    παράδειγμα  The rise in interest rates will push up/push down prices.
    Η αύξηση των επιτοκίων θα ανεβάσει/κατεβάσει τις τιμές.
    παράδειγμα  We need to push the case along a little.
    Πρέπει να τη σπρώξουμε λίγο την υπόθεση.
  5. (μεταβατικό) σπρώχνω, πιέζω, ζορίζω, παρακινώ, εξωθώ, πείθω ή ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι που μπορεί να μην θέλει να κάνει
    παράδειγμα  Poor working conditions are pushing workers to strike.
    Οι κακές συνθήκες εργασίας σπρώχνουν τους εργάτες σε απεργία.
    παράδειγμα  His parents are pushing him to go to university.
    Οι γονείς του τον σπρώχνουν να πάει στο πανεπιστήμιο.
    παράδειγμα  They pushed him to resign.
    Τον πίεσαν να παραιτηθεί.
    παράδειγμα  He pushed him to tell the truth.
    Τον ζόρισε να πει την αλήθεια.
    παράδειγμα  He started the business pushed by his father.
    Ξεκίνησε την επιχείρηση παρακινημένος από τον πατέρα του.
    παράδειγμα  The revelation of the scandals pushed him to resign from his parliamentary office.
    Η αποκάλυψη των σκανδάλων τον εξώθησε στην παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη motivate
  6. (μεταβατικό) ζορίζω, κάνω κάποιον να δουλέψει πολύ
    παράδειγμα  Don't push him too hard because he might give up completely.
    Μην τον ζορίσεις πολύ γιατί μπορεί να τα παρατήσει εντελώς.
    παράδειγμα  You have to push yourself a little to finish the job.
    Πρέπει να ζοριστείς λίγο για να τελειώσεις τη δουλειά.
    παράδειγμα  Don’t push your workers too hard!
    Μην ζορίζεις πολύ τους εργάτες σου!
  7. (μεταβατικό, ανεπίσημο) πιέζω, ζορίζω, πιέζω κάποιον και τον θυμώνω ή τον αναστατώνω
    παράδειγμα  Don’t push me, I won’t tell you anything.
    Μη με πιέζεις, δε θα σου πω τίποτα.
    παράδειγμα  Don’t push me any further; I told you I’m not coming.
    Μη με ζορίζεις άλλο· σου είπα ότι δεν έρχομαι.
  8. (μεταβατικό, ανεπίσημο) προωθώ, προσπαθώ να πείσω τους ανθρώπους να αποδεχτούν ή να συμφωνήσουν με μια νέα ιδέα, να αγοράσουν ένα νέο προϊόν κτλ.
    παράδειγμα  In his articles, he pushed the European idea.
    Με τα άρθρα του προώθησε την ευρωπαϊκή ιδέα.
    παράδειγμα  With proper organization, they managed to push their merchandise on the market.
    Με τη σωστή οργάνωση κατόρθωσαν να προωθήσουν το εμπόρευμά τους στην αγορά.
  9. (μεταβατικό, ανεπίσημο) προωθώ, πλασάρω τα ναρκωτικά
    παράδειγμα  He was arrested trying to push drugs.
    Τον συνέλαβαν να προσπαθεί να προωθήσει/πλασάρει ναρκωτικά.
  10. (αμετάβατο) προωθούμαι, για στρατό που προχωρά γρήγορα μέσα από μια περιοχή
    παράδειγμα  Soldiers are pushing towards the operations zone.
    Στρατιώτες προωθούνται προς τη ζώνη των επιχειρήσεων.
  11. (μεταβατικό, ανεπίσημο) κοντεύω σε κάποια ποσότητα
    παράδειγμα  He’s pushing eighty.
    Κοντεύει τα ογδόντα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη near
  12. (πληροφορική) προσθέτω στοιχείο σε στοίβα (stack) [1]
     αντώνυμα: pop

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019