push
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
push | pushes |
push (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | push |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pushes |
αόριστος | pushed |
παθητική μετοχή | pushed |
ενεργητική μετοχή | pushing |
push (en)

[επεξεργασία]
- ↑ «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019