καταπίεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταπίεση οι καταπιέσεις
      γενική της καταπίεσης* των καταπιέσεων
    αιτιατική την καταπίεση τις καταπιέσεις
     κλητική καταπίεση καταπιέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπιέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταπίεση < καταπιέζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική oppression)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.taˈpi.e.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταπίεση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]