καταπίεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταπίεση | οι | καταπιέσεις |
γενική | της | καταπίεσης* | των | καταπιέσεων |
αιτιατική | την | καταπίεση | τις | καταπιέσεις |
κλητική | καταπίεση | καταπιέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπιέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταπίεση < καταπιέζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική oppression)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.taˈpi.e.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταπίεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταπιέζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταπίεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)