pressure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pressure | pressures |
pressure (en)
- η πίεση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | pressure |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pressures |
αόριστος | pressured |
παθητική μετοχή | pressured |
ενεργητική μετοχή | pressuring |
pressure (en)
- (μεταβατικό) σφίγγω, ασκώ έντονη πίεση σε κάποιον
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 857-858. ISBN 9780194325684., λήμμα: σφίγγω