Μετάβαση στο περιεχόμενο

stress

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stress stresses

stress (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το στρες, το άγχος, η πίεση, επιβάρυνση ψυχικής μορφής
      It’s well known that stress elevates blood pressure.
    Είναι γνωστό ότι το στρες αυξάνει την αρτηριακή πίεση.
      Yoga and meditation are good methods for reducing stress.
    Η γιόγκα και ο διαλογισμός είναι καλές μέθοδοι για τη μείωση του στρες.
      You need to learn to manage your stress.
    Πρέπει να μάθεις να διαχειρίζεσαι το στρες σου.
      Work stress affects his health.
    Το άγχος της δουλειάς επηρεάζει την υγεία του.
      Constant stress can lead to burnout.
    Το συνεχές άγχος μπορεί να οδηγήσει σε εξουθένωση.
      The exam period brings a lot of stress to students.
    Η εξεταστική περίοδος φέρνει πολύ άγχος στους φοιτητές.
      I’ve been under a lot of stress recently.
    Βρίσκομαι κάτω από μεγάλη πίεση τελευταία.
      We all sometimes struggle with the stresses of daily life.
    Όλοι μας μερικές φορές παλεύουμε με τις πιέσεις της καθημερινής ζωής.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το στρες, η πίεση, η καταπόνηση, επιβάρυνση σωματικής μορφής
      The stress caused by heavy lifting can lead to injuries.
    Το στρες που προκαλείται από βαριά ανύψωση μπορεί να οδηγήσει σε τραυματισμούς.
      The injury to his foot caused stress on the joints of the other foot.
    Ο τραυματισμός του ποδιού του προκάλεσε στρες στις αρθρώσεις του άλλου ποδιού.
      When you have an injury you start putting stress on other parts of your body.
    Όταν έχεις έναν τραυματισμό, αρχίζεις να βάζεις πίεση σε άλλες περιοχές του σώματός σου.
      The stress on the body from excessive exercise can be dangerous.
    Η καταπόνηση του οργανισμού από την υπερβολική άσκηση μπορεί να είναι επικίνδυνη.
  3. (φωνητική) ο τόνος, επιπλέον δύναμη που χρησιμοποιείται κατά την προφορά μιας συγκεκριμένης λέξης ή συλλαβής
      The stress is on the second syllable.
    Ο τόνος είναι στη δεύτερη συλλαβή.
     συνώνυμα: emphasis
  4. (μη μετρήσιμο) η έμφαση, ιδιαίτερη σημασία που δίνεται σε κάτι
      Out school puts a lot of stress on foreign languages.
    Το σχολείο μας δίνει έμφαση στις ξένες γλώσσες.
      I think the company places too much stress on cost and not enough on quality.
    Νομίζω ότι η εταιρεία δίνει πάρα πολλή έμφαση στο κόστος και όχι αρκετή στην ποιότητα.
     συνώνυμα: emphasis
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, μουσική) ο τόνος
      There is a stress here on B flat.
    Υπάρχει τόνος στο Σι ύφεση εδώ.
ενεστώτας stress
γ΄ ενικό ενεστώτα stresses
αόριστος stressed
παθητική μετοχή stressed
ενεργητική μετοχή stressing

stress (en)

  1. (μεταβατικό, γραμματική) τονίζω μια λέξη ή συλλαβή όταν τη λέω
      I stress a syllable.
    Τονίζω μια συλλαβή.
  2. τονίζω, υπογραμμίζω, επισημαίνω, δίνω έμφαση σε ένα γεγονός, μια ιδέα κτλ.
      He stressed the importance of regular attendance.
    Τόνισε/Υπογράμμισε τη σπουδαιότητα της τακτικής παρακολούθησης.
      I stressed his responsibility in the event of an accident.
    Του επισήμανα την ευθύνη του σε περίπτωση ατυχήματος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη emphasize
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) στρεσάρω, αγχώνω, γίνομαι ή κάνω κάποιον να γίνει πολύ ανήσυχος ή κουρασμένος για να χαλαρώσει
      Driving within the city stresses me (out).
    Η οδήγηση μέσα στην πόλη με στρεσάρει.
      Don’t stress me with non-existent dilemmas.
    Μη με αγχώνεις με ανύπαρκτα διλήμματα.
      Someone stresses out easily.
    Αγχώνεται κάποιος εύκολα.
  4. καταπονώ
      Excess body weight stresses the heart.
    Το υπερβολικό σωματικό βάρος καταπονεί την καρδιά.
     συνώνυμα: strain



ενικός πληθυντικός
stress stress

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stress (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]