stress
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stress | stresses |
stress (en)
- η καταπόνηση
- το άγχος
- η έμφαση, η υπερτόνιση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | stress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stresses |
αόριστος | stressed |
παθητική μετοχή | stressed |
ενεργητική μετοχή | stressing |
stress (en)
- καταπονώ
- υπογραμμίζω, υπερτονίζω, δίνω έμφαση, επισημαίνω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
stress | stress |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stress (fr) αρσενικό
- το άγχος