stress
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stress | stresses |
stress (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το στρες, το άγχος, η πίεση, επιβάρυνση ψυχικής μορφής
- ⮡ It’s well known that stress elevates blood pressure.
- Είναι γνωστό ότι το στρες αυξάνει την αρτηριακή πίεση.
- ⮡ Yoga and meditation are good methods for reducing stress.
- Η γιόγκα και ο διαλογισμός είναι καλές μέθοδοι για τη μείωση του στρες.
- ⮡ You need to learn to manage your stress.
- Πρέπει να μάθεις να διαχειρίζεσαι το στρες σου.
- ⮡ Work stress affects his health.
- Το άγχος της δουλειάς επηρεάζει την υγεία του.
- ⮡ Constant stress can lead to burnout.
- Το συνεχές άγχος μπορεί να οδηγήσει σε εξουθένωση.
- ⮡ The exam period brings a lot of stress to students.
- Η εξεταστική περίοδος φέρνει πολύ άγχος στους φοιτητές.
- ⮡ I’ve been under a lot of stress recently.
- Βρίσκομαι κάτω από μεγάλη πίεση τελευταία.
- ⮡ We all sometimes struggle with the stresses of daily life.
- Όλοι μας μερικές φορές παλεύουμε με τις πιέσεις της καθημερινής ζωής.
- ⮡ It’s well known that stress elevates blood pressure.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το στρες, η πίεση, η καταπόνηση, επιβάρυνση σωματικής μορφής
- ⮡ The stress caused by heavy lifting can lead to injuries.
- Το στρες που προκαλείται από βαριά ανύψωση μπορεί να οδηγήσει σε τραυματισμούς.
- ⮡ The injury to his foot caused stress on the joints of the other foot.
- Ο τραυματισμός του ποδιού του προκάλεσε στρες στις αρθρώσεις του άλλου ποδιού.
- ⮡ When you have an injury you start putting stress on other parts of your body.
- Όταν έχεις έναν τραυματισμό, αρχίζεις να βάζεις πίεση σε άλλες περιοχές του σώματός σου.
- ⮡ The stress on the body from excessive exercise can be dangerous.
- Η καταπόνηση του οργανισμού από την υπερβολική άσκηση μπορεί να είναι επικίνδυνη.
- ⮡ The stress caused by heavy lifting can lead to injuries.
- (φωνητική) ο τόνος, επιπλέον δύναμη που χρησιμοποιείται κατά την προφορά μιας συγκεκριμένης λέξης ή συλλαβής
- (μη μετρήσιμο) η έμφαση, ιδιαίτερη σημασία που δίνεται σε κάτι
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, μουσική) ο τόνος
- ⮡ There is a stress here on B flat.
- Υπάρχει τόνος στο Σι ύφεση εδώ.
- ⮡ There is a stress here on B flat.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stresses |
αόριστος | stressed |
παθητική μετοχή | stressed |
ενεργητική μετοχή | stressing |
stress (en)
- (μεταβατικό, γραμματική) τονίζω μια λέξη ή συλλαβή όταν τη λέω
- ⮡ I stress a syllable.
- Τονίζω μια συλλαβή.
- ⮡ I stress a syllable.
- τονίζω, υπογραμμίζω, επισημαίνω, δίνω έμφαση σε ένα γεγονός, μια ιδέα κτλ.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στρεσάρω, αγχώνω, γίνομαι ή κάνω κάποιον να γίνει πολύ ανήσυχος ή κουρασμένος για να χαλαρώσει
- ⮡ Driving within the city stresses me (out).
- Η οδήγηση μέσα στην πόλη με στρεσάρει.
- ⮡ Don’t stress me with non-existent dilemmas.
- Μη με αγχώνεις με ανύπαρκτα διλήμματα.
- ⮡ Someone stresses out easily.
- Αγχώνεται κάποιος εύκολα.
- ⮡ Driving within the city stresses me (out).
- καταπονώ
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
stress | stress |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stress (fr) αρσενικό
- το άγχος