stress

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stress stresses

stress (en)

  1. η καταπόνηση
  2. το άγχος, το στρες
  3. η έμφαση, η υπερτόνιση
ενεστώτας stress
γ΄ ενικό ενεστώτα stresses
αόριστος stressed
παθητική μετοχή stressed
ενεργητική μετοχή stressing

stress (en)

  1. (μεταβατικό, γραμματική) τονίζω μια λέξη ή συλλαβή όταν τη λέω
    ⮡  I stress a syllable.
    Τονίζω μια συλλαβή.
  2. τονίζω, υπογραμμίζω, επισημαίνω, δίνω έμφαση σε ένα γεγονός, μια ιδέα κτλ.
    ⮡  He stressed the importance of regular attendance.
    Τόνισε/Υπογράμμισε τη σπουδαιότητα της τακτικής παρακολούθησης.
    ⮡  I stressed his responsibility in the event of an accident.
    Του επισήμανα την ευθύνη του σε περίπτωση ατυχήματος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη emphasize
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) στρεσάρω, αγχώνω, γίνομαι ή κάνω κάποιον να γίνει πολύ ανήσυχος ή κουρασμένος για να χαλαρώσει
    ⮡  Driving within the city stresses me (out).
    Η οδήγηση μέσα στην πόλη με στρεσάρει.
    ⮡  Don’t stress me with non-existent dilemmas.
    Μη με αγχώνεις με ανύπαρκτα διλήμματα.
    ⮡  Someone stresses out easily.
    Αγχώνεται κάποιος εύκολα.
  4. καταπονώ
    ⮡  Excess body weight stresses the heart.
    Το υπερβολικό σωματικό βάρος καταπονεί την καρδιά.
     συνώνυμα: strain



ενικός πληθυντικός
stress stress

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stress (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]