stress
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stress | stresses |
stress (en)
- η καταπόνηση
- το άγχος, το στρες
- η έμφαση, η υπερτόνιση
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stresses |
αόριστος | stressed |
παθητική μετοχή | stressed |
ενεργητική μετοχή | stressing |
stress (en)
- (μεταβατικό, γραμματική) τονίζω μια λέξη ή συλλαβή όταν τη λέω
- ↪ I stress a syllable.
- Τονίζω μια συλλαβή.
- ↪ I stress a syllable.
- τονίζω, υπογραμμίζω, επισημαίνω, δίνω έμφαση σε ένα γεγονός, μια ιδέα κτλ.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στρεσάρω, αγχώνω, γίνομαι ή κάνω κάποιον να γίνει πολύ ανήσυχος ή κουρασμένος για να χαλαρώσει
- ↪ Driving within the city stresses me (out).
- Η οδήγηση μέσα στην πόλη με στρεσάρει.
- ↪ Don’t stress me with non-existent dilemmas.
- Μη με αγχώνεις με ανύπαρκτα διλήμματα.
- ↪ Someone stresses out easily.
- Αγχώνεται κάποιος εύκολα.
- ↪ Driving within the city stresses me (out).
- καταπονώ
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
stress | stress |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stress (fr) αρσενικό
- το άγχος