καταπονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καταπονῶ, καταποντίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταπονώ < ελληνιστική κοινή καταπονέω / καταπονῶ < αρχαία ελληνική κατά + πονέω /πονῶ < πόνος (φυσική: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fatiguer)

καταπονώ (παθητική φωνή: καταπονούμαι)

  1. επιφέρω καταπόνηση
  2. (φυσική) επιφέρω καταπόνηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]