πονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πονώ < (καθαρεύουσα) πονῶ < αρχαία ελληνική πονέω-πονῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
πονώ και πονάω ασυναίρετο
- (αμετάβατο) νιώθω πόνο, σωματικό ή ψυχικό
- χτύπησε και πονάει πολύ
- στο γ' πρόσωπο, για μέλη ή όργανα του σώματος
- πονάει το πόδι μου - νιώθω πόνο στο πόδι
- (μεταβατικό) προκαλώ πόνο σωματικό ή ψυχικό σε κάποιον
- με πονάει η αδιαφορία του
- (μεταβατικό) νοιάζομαι για κάποιον, συναισθάνομαι / ταυτίζομαι συναισθηματικά με κάποιον / έρχομαι νοερά στη θέση κάποιου
- τον πονάω το φίλο μου
- συμπονώ κάποιον
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πονάω - πονώ | πονούσα | θα πονάω - πονώ | να πονάω - πονώ | πονώντας | |
β' ενικ. | πονάς | πονούσες | θα πονάς | να πονάς | πόνα - πόναγε | |
γ' ενικ. | πονάει - πονά | πονούσε | θα πονάει - πονά | να πονάει - πονά | ||
α' πληθ. | πονάμε - πονούμε | πονούσαμε | θα πονάμε - πονούμε | να πονάμε - πονούμε | ||
β' πληθ. | πονάτε | πονούσατε | θα πονάτε | να πονάτε | πονάτε | |
γ' πληθ. | πονάν(ε) - πονούν(ε) | πονούσαν(ε) | θα πονάν(ε) - πονούν(ε) | να πονάν(ε) - πονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πόνεσα | θα πονέσω | να πονέσω | πονέσει | ||
β' ενικ. | πόνεσες | θα πονέσεις | να πονέσεις | πόνα - πόνεσε | ||
γ' ενικ. | πόνεσε | θα πονέσει | να πονέσει | |||
α' πληθ. | πονέσαμε | θα πονέσουμε | να πονέσουμε | |||
β' πληθ. | πονέσατε | θα πονέσετε | να πονέσετε | πονέστε | ||
γ' πληθ. | πόνεσαν πονέσαν(ε) |
θα πονέσουν(ε) | να πονέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πονέσει | είχα πονέσει | θα έχω πονέσει | να έχω πονέσει | ||
β' ενικ. | έχεις πονέσει | είχες πονέσει | θα έχεις πονέσει | να έχεις πονέσει | ||
γ' ενικ. | έχει πονέσει | είχε πονέσει | θα έχει πονέσει | να έχει πονέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πονέσει | είχαμε πονέσει | θα έχουμε πονέσει | να έχουμε πονέσει | ||
β' πληθ. | έχετε πονέσει | είχατε πονέσει | θα έχετε πονέσει | να έχετε πονέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πονέσει | είχαν πονέσει | θα έχουν πονέσει | να έχουν πονέσει |
|