καταποντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατά + πόντος (= θάλασσα - βλ. ποντικός, Εύξεινος Πόντος)

Ρήμα[επεξεργασία]

καταποντίζω, παθ.φωνή: καταποντίζομαι


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]