Μετάβαση στο περιεχόμενο

reserved

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός reserved
συγκριτικός more reserved
υπερθετικός most reserved

reserved (en)

  1. κλειστός, συγκρατημένος στις εκδηλώσεις του, για ένα πρόσωπο ή τον χαρακτήρα του
      He has a reserved nature.
    Είναι κλειστός χαρακτήρας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unsociable
  2. (πληροφορική) δεσμευμένος
      Every programming language has a number of reserved words.
    Κάθε γλώσσα προγραμματισμού χρησιμοποιεί έναν αριθμό δεσμευμένων λέξεων.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

πληροφορική : reserved word, reserved identifier

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

reserved (en)