Μετάβαση στο περιεχόμενο

isolated

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός isolated
συγκριτικός more isolated
υπερθετικός most isolated

isolated (en)

  1. απομονωμένος, απόμερος, για κτίρια και μέρη που είναι μακριά από άλλα
      He lived in an isolated village in the mountains.
    Ζούσε σε ένα απομονωμένο χωριό στα βουνά.
      The island is so small and isolated that few people visit it.
    Το νησί είναι τόσο μικρό και απομονωμένο που λίγοι το επισκέπτονται.
      The isolated location of the house offers peace and privacy.
    Η απόμερη τοποθεσία του σπιτιού προσφέρει ηρεμία και απομόνωση.
  2. απομονωμένος, χωρίς μεγάλη επαφή με άλλους ανθρώπους ή άλλες χώρες· που έχει απομακρυνθεί από το σύνολο στο οποίο ανήκε
      He felt isolated from the rest of the team.
    Ένιωσε απομονωμένος από την υπόλοιπη ομάδα.
      Ever since he got involved with drugs, he’s been living isolated from his relatives.
    Από τότε που έμπλεξε με τα ναρκωτικά ζει απομονωμένος από τους συγγενείς του.
      She became socially/professionally/politically isolated.
    Έγινε κοινωνικά/επαγγελματικά/πολιτικά απομονωμένη.
  3. μεμονωμένος, μοναδικός, που συμβαίνει μόνο μια φορά
      He’s drawing general conclusions from isolated cases.
    Βγάζει γενικά συμπεράσματα από μεμονωμένες περιπτώσεις.
      It’s an isolated example.
    Είναι ένα μοναδικό παράδειγμα.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

isolated (en)