isolated
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | isolated |
συγκριτικός | more isolated |
υπερθετικός | most isolated |
isolated (en)
- απομονωμένος, απόμερος, για κτίρια και μέρη που είναι μακριά από άλλα
- ⮡ He lived in an isolated village in the mountains.
- Ζούσε σε ένα απομονωμένο χωριό στα βουνά.
- ⮡ The island is so small and isolated that few people visit it.
- Το νησί είναι τόσο μικρό και απομονωμένο που λίγοι το επισκέπτονται.
- ⮡ The isolated location of the house offers peace and privacy.
- Η απόμερη τοποθεσία του σπιτιού προσφέρει ηρεμία και απομόνωση.
- ⮡ He lived in an isolated village in the mountains.
- απομονωμένος, χωρίς μεγάλη επαφή με άλλους ανθρώπους ή άλλες χώρες· που έχει απομακρυνθεί από το σύνολο στο οποίο ανήκε
- ⮡ He felt isolated from the rest of the team.
- Ένιωσε απομονωμένος από την υπόλοιπη ομάδα.
- ⮡ Ever since he got involved with drugs, he’s been living isolated from his relatives.
- Από τότε που έμπλεξε με τα ναρκωτικά ζει απομονωμένος από τους συγγενείς του.
- ⮡ She became socially/professionally/politically isolated.
- Έγινε κοινωνικά/επαγγελματικά/πολιτικά απομονωμένη.
- ⮡ He felt isolated from the rest of the team.
- μεμονωμένος, μοναδικός, που συμβαίνει μόνο μια φορά
- ⮡ He’s drawing general conclusions from isolated cases.
- Βγάζει γενικά συμπεράσματα από μεμονωμένες περιπτώσεις.
- ⮡ It’s an isolated example.
- Είναι ένα μοναδικό παράδειγμα.
- ⮡ He’s drawing general conclusions from isolated cases.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]isolated (en)