cruel
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | cruel |
συγκριτικός | crueller / crueler / more cruel |
υπερθετικός | cruellest / cruelest / most cruel |
Επίθετο
[επεξεργασία]cruel (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cruel < παλαιά γαλλική cruel < λατινική crudelis
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cruel | cruels |
θηλυκό | cruelle | cruelles |
cruel (fr)