ώμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ώμος | οι | ώμοι |
γενική | του | ώμου | των | ώμων |
αιτιατική | τον | ώμο | τους | ώμους |
κλητική | ώμε | ώμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ώμος < μεσαιωνική ελληνική νῶμος (από τη σύνδεση άρθρου και λέξης, δηλαδή τονώμο= νῶμο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὦμος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ώμος αρσενικό
- το τμήμα του σώματος από τον αυχένα μέχρι το βραχίονα
- η άρθρωση του βραχίονα προς το οστό της ωμοπλάτης
- το τμήμα του ρούχου που εφάπτεται σε αυτήν την περιοχή του σώματος
- το πουκάμισο θέλει σιδέρωμα στον ώμο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Μου βγήκε ο ώμος από το κουβάλημα
- Ανασήκωσε τους ώμους (εννοείται, αδιάφορα)
- επ' ώμου (στρατιωτικό παράγγελμα για τοποθέτηση όπλου στον ώμο)
- βαστούν οι ώμοι του (αντέχει στις κακοπάθειες)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ώμος
[επεξεργασία]
- ↑ «ώμος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)