Μετάβαση στο περιεχόμενο

shoulder

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shoulder shoulders

shoulder (en)

  • (ανθρώπινο σώμα) ο ώμος
      I have broad shoulders.
    Έχω φαρδείς ώμους.
      He had an operation on his shoulder last year.
    Αυτός έκανε μια εγχείρηση στον ώμο πέρυσι.
ενεστώτας shoulder
γ΄ ενικό ενεστώτα shoulders
αόριστος shouldered
παθητική μετοχή shouldered
ενεργητική μετοχή shouldering

shoulder (en)

  • (μεταβατικό) επωμίζομαι
      I am shouldering some responsibilities.
    Επωμίζομαι κάποιες ευθύνες.
      I feel the magnitude of the responsibilities I have been shouldered with.
    Συναισθάνομαι το μέγεθος των ευθυνών που έχω επωμιστεί.